- ρουθούνισμα
- το, -ατοςκαι ρουθουνητό, το το να ρουθουνίζει κανείς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρουθούνισμα — το, Ν [ρουθουνίζω] η θορυβώδης αναπνοή με τη μύτη … Dictionary of Greek
μουθουνητό — και μουσουνητό, το 1. η ενέργεια τού μουθουνίζω, το ξεφύσημα τών ρουθουνιών με κλειστό το στόμα, ρουθούνισμα 2. η ομιλία με τη μύτη, με έρρινη ομιλία, ρινοφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουθουνίζω / μουσουνίζω + κατάλ. ητό (πρβλ. μουγκρ ητό, ροχαλ ητό)] … Dictionary of Greek
ρουθουνητό — το, Ν το ρουθούνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουθούνι / ρουθουνίζω + κατάλ. ητό (πρβλ. βογγ ητό)] … Dictionary of Greek
ρωθωνισμός — ο, Ν θορυβώδης αναπνοή με τα ρουθούνια, το ρουθούνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωθωνίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1803 στον Κοσμά Οικονόμου] … Dictionary of Greek
ρύζημα — τὸ, Μ [ῥυζῶ] το ρουθούνισμα, το χλιμίντρισμα του αλόγου … Dictionary of Greek
φυσίαμα — τὸ, Α [φυσιῶ] δυνατό φύσημα, ρουθούνισμα … Dictionary of Greek
φυσιασμός — ὁ, Α ρουθούνισμα, ροχάλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιῶ + κατάλ. ασμός (< ρ. σε άζω), πρβλ. σπ ασμός] … Dictionary of Greek